μαδέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαδέρι τα μαδέρια
      γενική του μαδεριού των μαδεριών
    αιτιατική το μαδέρι τα μαδέρια
     κλητική μαδέρι μαδέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαδέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαδέρι (& τύπος ματέρι) < μεσαιωνική λατινική maderium < λατινική materia (ύλη - ξυλεία).[1] Περισσότερα στο μεσαιωνικό μαδέρι.

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈðe.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαδέρι

Ουσιαστικό

μαδέρι ουδέτερο

  1. κομμάτι ξύλου με μεγάλο πάχος σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου
  2. (οικοδομική) σανίδα (συχνά ελάτου, όπως ερυθρελάτης) σκαλωσιάς τεχνικών έργων

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαδέρι < (άμεσο δάνειο) βενετική madero ή ιταλικός τύπος madiere < μεσαιωνική λατινική materium < λατινική materia (ύλη - ξυλεία) (ιταλική materia και παλιότερα matera) - δείτε και τον τύπο ματέρι

Ουσιαστικό

μαδέρι ουδέτερο

  1. (ναυπηγικός όρος) σανίδα από τον σκελετό πλοίου
  2. (οικοδομική) μαδέρι, σανίδα ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο
     δείτε και τις λέξεις πατερόν και τάβλα

Κλιτικοί τύποι

Συγγενικά

  • ματέρια (η υπόθεση, το θέμα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.