γκολπόστ
Νέα ελληνικά
(el)
γκολπόστ
σε γήπεδο
ποδοσφαίρου
Ετυμολογία
γκολπόστ
<
αγγλική
goalpost
Ουσιαστικό
γκολπόστ
ουδέτερο
άκλιτο
(
αθλητισμός
)
καθένα από τα
τρία
μακρόστενα
δοκάρια
σε
σχήμα
Π
, που μαζί με το δίχτυ ορίζουν την
εστία
/
τέρμα
ενός
γηπέδου
ποδοσφαίρου
,
χάντμπολ
κ.λπ.
≈
συνώνυμα
:
δοκάρι
Μεταφράσεις
γκολπόστ
αγγλικά
:
goalpost
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.