Δοκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δοκός οι Δοκοί
      γενική του Δοκού των Δοκών
    αιτιατική τον Δοκό τους Δοκούς
     κλητική Δοκέ Δοκοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δοκός < δοκός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðoˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δοκός
 

Κύριο όνομα

Δοκός αρσενικό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. νησίδα της Ελλάδας κοντά στην Ύδρα
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Δοκού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.