διεσπαρμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεσπαρμένος η διεσπαρμένη το διεσπαρμένο
      γενική του διεσπαρμένου της διεσπαρμένης του διεσπαρμένου
    αιτιατική τον διεσπαρμένο τη διεσπαρμένη το διεσπαρμένο
     κλητική διεσπαρμένε διεσπαρμένη διεσπαρμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεσπαρμένοι οι διεσπαρμένες τα διεσπαρμένα
      γενική των διεσπαρμένων των διεσπαρμένων των διεσπαρμένων
    αιτιατική τους διεσπαρμένους τις διεσπαρμένες τα διεσπαρμένα
     κλητική διεσπαρμένοι διεσπαρμένες διεσπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.e.spaɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεσπαρμένος

Μετοχή

διεσπαρμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διεσπαρμένος διεσπαρμένη τὸ διεσπαρμένον
      γενική τοῦ διεσπαρμένου τῆς διεσπαρμένης τοῦ διεσπαρμένου
      δοτική τῷ διεσπαρμέν τῇ διεσπαρμέν τῷ διεσπαρμέν
    αιτιατική τὸν διεσπαρμένον τὴν διεσπαρμένην τὸ διεσπαρμένον
     κλητική ! διεσπαρμένε διεσπαρμένη διεσπαρμένον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διεσπαρμένοι αἱ διεσπαρμέναι τὰ διεσπαρμέν
      γενική τῶν διεσπαρμένων τῶν διεσπαρμένων τῶν διεσπαρμένων
      δοτική τοῖς διεσπαρμένοις ταῖς διεσπαρμέναις τοῖς διεσπαρμένοις
    αιτιατική τοὺς διεσπαρμένους τὰς διεσπαρμένᾱς τὰ διεσπαρμέν
     κλητική ! διεσπαρμένοι διεσπαρμέναι διεσπαρμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διεσπαρμένω τὼ διεσπαρμέν τὼ διεσπαρμένω
      γεν-δοτ τοῖν διεσπαρμένοιν τοῖν διεσπαρμέναιν τοῖν διεσπαρμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διεσπαρμένος, -η, -ον

  • μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος διασπείρω

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις διά και ἐσπαρμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.