διασπαρμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασπαρμένος η διασπαρμένη το διασπαρμένο
      γενική του διασπαρμένου της διασπαρμένης του διασπαρμένου
    αιτιατική τον διασπαρμένο τη διασπαρμένη το διασπαρμένο
     κλητική διασπαρμένε διασπαρμένη διασπαρμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασπαρμένοι οι διασπαρμένες τα διασπαρμένα
      γενική των διασπαρμένων των διασπαρμένων των διασπαρμένων
    αιτιατική τους διασπαρμένους τις διασπαρμένες τα διασπαρμένα
     κλητική διασπαρμένοι διασπαρμένες διασπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.spaɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεσπαρμένος

Μετοχή

διασπαρμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.