αλληλοδιδακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλληλοδιδακτικός | η | αλληλοδιδακτική | το | αλληλοδιδακτικό |
| γενική | του | αλληλοδιδακτικού | της | αλληλοδιδακτικής | του | αλληλοδιδακτικού |
| αιτιατική | τον | αλληλοδιδακτικό | την | αλληλοδιδακτική | το | αλληλοδιδακτικό |
| κλητική | αλληλοδιδακτικέ | αλληλοδιδακτική | αλληλοδιδακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλληλοδιδακτικοί | οι | αλληλοδιδακτικές | τα | αλληλοδιδακτικά |
| γενική | των | αλληλοδιδακτικών | των | αλληλοδιδακτικών | των | αλληλοδιδακτικών |
| αιτιατική | τους | αλληλοδιδακτικούς | τις | αλληλοδιδακτικές | τα | αλληλοδιδακτικά |
| κλητική | αλληλοδιδακτικοί | αλληλοδιδακτικές | αλληλοδιδακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλληλοδιδακτικός < αλληλο- + διδακτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.lo.ði.ða.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐δι‐δα‐κτι‐κός
Επίθετο
αλληλοδιδακτικός, -ή, -ό
- (εκπαίδευση) που δηλώνει ότι ο διδασκόμενος γίνεται διδάσκων σε άλλους διδασκόμενους
- ↪ Στα χρόνια του Καποδίστρια, τα περισσότερα σχολεία ήταν αλληλοδιδακτικά, δηλαδή οι καλύτεροι και μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους μικρότερους.
- (ουσιαστικοποιημένο) αλληλοδιδακτικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.