αυτοδίδακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδίδακτος η αυτοδίδακτη το αυτοδίδακτο
      γενική του αυτοδίδακτου της αυτοδίδακτης του αυτοδίδακτου
    αιτιατική τον αυτοδίδακτο την αυτοδίδακτη το αυτοδίδακτο
     κλητική αυτοδίδακτε αυτοδίδακτη αυτοδίδακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδίδακτοι οι αυτοδίδακτες τα αυτοδίδακτα
      γενική των αυτοδίδακτων των αυτοδίδακτων των αυτοδίδακτων
    αιτιατική τους αυτοδίδακτους τις αυτοδίδακτες τα αυτοδίδακτα
     κλητική αυτοδίδακτοι αυτοδίδακτες αυτοδίδακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοδίδακτος < αρχαία ελληνική αὐτοδίδακτος

Επίθετο

αυτοδίδακτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.