διδακτική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διδακτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διδακτικός
Ουσιαστικό
διδακτική θηλυκό
- ο κλάδος της Παιδαγωγικής επιστήμης που ασχολείται με τις διδακτικές μεθόδους
Μεταφράσεις
διδακτική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διδακτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διδακτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.