διάταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάταγμα τα διατάγματα
      γενική του διατάγματος των διαταγμάτων
    αιτιατική το διάταγμα τα διατάγματα
     κλητική διάταγμα διατάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάταγμα < ελληνιστική διάταγμα

Ουσιαστικό

διάταγμα ουδέτερο

  1. ονομασία γραπτών εντολών, από υψηλά ιστάμενη αρχή της εκτελεστικής εξουσίας, που έχει και νομοθετικό χαρακτήρα
    με το διάταγμα των Μεδιολάνων νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπομένη θρησκεία»

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.