βγαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βγαίνω < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvʝe.no/

Ρήμα

βγαίνω , πρτ.: έβγαινα, στ.μέλλ.: θα βγω, αόρ.: βγήκα, μτχ.π.π.: βγαλμένος

  1. προχωρώ ώστε να βρεθώ έξω από ένα κλειστό χώρο
     συνώνυμα: εξέρχομαι
     αντώνυμα: μπαίνω, εισέρχομαι
  2. πηγαίνω για διασκέδαση, συνήθως με παρέα
  3. έχω ερωτική σχέση με ένα άτομο
    πόσο καιρό βγαίνεις μαζί της;
  4. (για φυτά) βλασταίνω, φυτρώνω
    Έχουν βγει τα σπαράγγια. Πάμε να μαζέψουμε;
    • (για μέρη φυτών, κλαδιά, άνθη, καρπούς)
  5. (για επαγγελματικούς χώρους) αρχίζω τη σταδιοδρομία μου
    βγήκε στο θέατρο σε ηλικία 18 χρονών
  6. προέρχομαι
    από πού βγαίνει η λέξη αυτή;
  7. (για έντυπα, ταινίες, δίσκους κλπ) κυκλοφορώ
  8. αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις
    δεν έβγαινε οικονομικά το μαγαζί του και αναγκάστηκε να το κλείσει

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.