βγαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βγαίνω < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvʝe.no/
Ρήμα
βγαίνω , πρτ.: έβγαινα, στ.μέλλ.: θα βγω, αόρ.: βγήκα, μτχ.π.π.: βγαλμένος
- προχωρώ ώστε να βρεθώ έξω από ένα κλειστό χώρο
- ≈ συνώνυμα: εξέρχομαι
- ≠ αντώνυμα: μπαίνω, εισέρχομαι
- πηγαίνω για διασκέδαση, συνήθως με παρέα
- έχω ερωτική σχέση με ένα άτομο
- πόσο καιρό βγαίνεις μαζί της;
- (για φυτά) βλασταίνω, φυτρώνω
- Έχουν βγει τα σπαράγγια. Πάμε να μαζέψουμε;
- (για μέρη φυτών, κλαδιά, άνθη, καρπούς)
- (για επαγγελματικούς χώρους) αρχίζω τη σταδιοδρομία μου
- βγήκε στο θέατρο σε ηλικία 18 χρονών
- προέρχομαι
- από πού βγαίνει η λέξη αυτή;
- (για έντυπα, ταινίες, δίσκους κλπ) κυκλοφορώ
- αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις
- δεν έβγαινε οικονομικά το μαγαζί του και αναγκάστηκε να το κλείσει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βγαίνω | έβγαινα | θα βγαίνω | να βγαίνω | βγαίνοντας | |
| β' ενικ. | βγαίνεις | έβγαινες | θα βγαίνεις | να βγαίνεις | βγαίνε | |
| γ' ενικ. | βγαίνει | έβγαινε | θα βγαίνει | να βγαίνει | ||
| α' πληθ. | βγαίνουμε | βγαίναμε | θα βγαίνουμε | να βγαίνουμε | ||
| β' πληθ. | βγαίνετε | βγαίνατε | θα βγαίνετε | να βγαίνετε | βγαίνετε | |
| γ' πληθ. | βγαίνουν(ε) | έβγαιναν βγαίναν(ε) |
θα βγαίνουν(ε) | να βγαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βγήκα | θα βγω | να βγω | βγει | ||
| β' ενικ. | βγήκες | θα βγεις | να βγεις | βγες - έβγα | ||
| γ' ενικ. | βγήκε | θα βγει | να βγει | |||
| α' πληθ. | βγήκαμε | θα βγούμε | να βγούμε | |||
| β' πληθ. | βγήκατε | θα βγείτε | να βγείτε | βγείτε | ||
| γ' πληθ. | βγήκαν(ε) | θα βγουν | να βγουν | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βγει | είχα βγει | θα έχω βγει | να έχω βγει | ||
| β' ενικ. | έχεις βγει | είχες βγει | θα έχεις βγει | να έχεις βγει | ||
| γ' ενικ. | έχει βγει | είχε βγει | θα έχει βγει | να έχει βγει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βγει | είχαμε βγει | θα έχουμε βγει | να έχουμε βγει | ||
| β' πληθ. | έχετε βγει | είχατε βγει | θα έχετε βγει | να έχετε βγει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βγει | είχαν βγει | θα έχουν βγει | να έχουν βγει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βγαλμένος - είμαστε, είστε, είναι βγαλμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βγαλμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βγαλμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βγαλμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βγαλμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βγαλμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βγαλμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.