διαμπερές
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαμπερές < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
διαμπερές
- (για τόπο) πέρα ως πέρα, από τη μία άκρη ως την άλλη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 380 (380-381)
- τοῦτο διαμπερὲς οὖς | ἵκεθ᾽ ἅπερ τε βέλος.
- Αυτός σου ο λόγος χτύπησε στ᾽ αυτί | σα βέλος που τρυπά πέρα για πέρα.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τοῦτο διαμπερὲς οὖς | ἵκεθ᾽ ἅπερ τε βέλος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 380 (380-381)
- αδιάλειπτα, συνεχόμενα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 88 (87-88)
- ἔνθ᾽ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη | ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,
- Μπήκαμε τότε σε λιμάνι εξαίσιο, που το κυκλώνουν | κι απ᾽ τις δυο μεριές οι βράχοι, από τη μια ως την άλλην άκρη·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἔνθ᾽ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη | ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 88 (87-88)
- (για χρόνο) αδιάκοπα, αιωνίως, πάντοτε
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 70 (69-71)
- ἐκ τοῦ δ᾽ ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν | αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ᾽ Ἀχαιοὶ | Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν Ἀθηναίης διὰ βουλάς.
- κατόπι εγώ τους Αχαιούς θα κάμω από τα πλοία | τους Τρώας αδιάκοπα να διώχνουν στην πεδιάδα | ώσπου να πάρουν, με βουλήν της Αθηνάς, την Τροίαν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐκ τοῦ δ᾽ ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν | αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ᾽ Ἀχαιοὶ | Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν Ἀθηναίης διὰ βουλάς.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 245 (244-245)
- ἡμετέρης ἀρετῆς μεμνημένος, οἷα καὶ ἡμῖν | Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξέτι πατρῶν.
- θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια | έργα ο Δίας μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια των πατέρων μας, αδιάκοπα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἡμετέρης ἀρετῆς μεμνημένος, οἷα καὶ ἡμῖν | Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξέτι πατρῶν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 70 (69-71)
- διαμπερέως (επίρρημα)
Πηγές
- διαμπερές - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαμπερές - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.