διαμονητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαμονητήριο τα διαμονητήρια
      γενική του διαμονητήριου
& διαμονητηρίου
των διαμονητήριων
& διαμονητηρίων
    αιτιατική το διαμονητήριο τα διαμονητήρια
     κλητική διαμονητήριο διαμονητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμονητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαμονητήριος < διαμονή + -τήριος < αρχαία ελληνική διαμονή < διαμένω < διά + μένω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.mo.niˈti.ɾi.o/ & /ðʝa.mo.niˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαμονητήριο

Ουσιαστικό

διαμονητήριο ουδέτερο

  1. έγγραφο που παραχωρεί σε κάποιον το δικαίωμα να διαμείνει προσωρινά (συνήθως για τέσσερις ημέρες) στο Άγιο Όρος
  2. μέρος το οποίο είναι κατάλληλο για διαμονή
  3. έγγραφο που επιτρέπει την διαμονή σε ξένη χώρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.