προσωρινά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
προσωρινά
<
προσωρινός
+
-ά
Επίρρημα
προσωρινά
για μικρό
χρονικό
διάστημα
, για
λίγο
Συνώνυμα
παροδικά
Αντώνυμα
μόνιμα
παγιωμένα
Μεταφράσεις
προσωρινά
αγγλικά
:
temporarily
(en)
γαλλικά
:
temporairement
(fr)
,
provisoirement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προσωρινά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
προσωρινό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.