διαμαρτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαμαρτία | οι | διαμαρτίες |
| γενική | της | διαμαρτίας | των | διαμαρτιών |
| αιτιατική | τη | διαμαρτία | τις | διαμαρτίες |
| κλητική | διαμαρτία | διαμαρτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμαρτία < αρχαία ελληνική διαμαρτία ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) malformation)
Ουσιαστικό
διαμαρτία θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αμαρτία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διαμαρτίᾱ | αἱ | διαμαρτίαι |
| γενική | τῆς | διαμαρτίᾱς | τῶν | διαμαρτιῶν |
| δοτική | τῇ | διαμαρτίᾳ | ταῖς | διαμαρτίαις |
| αιτιατική | τὴν | διαμαρτίᾱν | τὰς | διαμαρτίᾱς |
| κλητική ὦ! | διαμαρτίᾱ | διαμαρτίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαμαρτίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαμαρτίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.