δυσμορφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσμορφία οι δυσμορφίες
      γενική της δυσμορφίας των δυσμορφιών
    αιτιατική τη δυσμορφία τις δυσμορφίες
     κλητική δυσμορφία δυσμορφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσμορφία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσμορφία < δύσμορφος < δυσ- + μορφή

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.zmoɾˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσμορφία
παλιότερος συλλαβισμός: δυσμορφία

Ουσιαστικό

δυσμορφία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.