ἁμαρτία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁμαρτί αἱ ἁμαρτίαι
      γενική τῆς ἁμαρτίᾱς τῶν ἁμαρτιῶν
      δοτική τῇ ἁμαρτί ταῖς ἁμαρτίαις
    αιτιατική τὴν ἁμαρτίᾱν τὰς ἁμαρτίᾱς
     κλητική ! ἁμαρτί ἁμαρτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁμαρτί
γεν-δοτ τοῖν  ἁμαρτίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἁμαρτία < ἁμαρτάνω

Ουσιαστικό

ἁμαρτία

  1. σφάλμα, αποτυχία
  2. (Βίβλος) αμαρτία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἁμαρτίγαμος
  • ἁμαρτίνοος
  • ἁμαρτοεπής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.