vicissitude

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
vicissitude (en)
- η εναλλαγή δύο ή περισσότερων στοιχείων που αποτελούν έναν κύκλο
- το σκαμπανέβασμα, η διακύμανση τιμών
- η αλλαγή, η μετάπτωση (ιδίως στη ζωή ή την τύχη κάποιου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.