vicissitude

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

vicissitude (en)

  1. η εναλλαγή δύο ή περισσότερων στοιχείων που αποτελούν έναν κύκλο
  2. το σκαμπανέβασμα, η διακύμανση τιμών
  3. η αλλαγή, η μετάπτωση (ιδίως στη ζωή ή την τύχη κάποιου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.