διακυμαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διακυμαίνομαι < (ελληνιστική κοινή) διακυμαίνω < δια- + αρχαία ελληνική κῦμα < κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluctuer)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈme.no.me/ & /ðʝa.ciˈme.no.me/

Ρήμα

διακυμαίνομαι, π.αόρ.: διακυμάνθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.