αυξομείωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυξομείωση | οι | αυξομειώσεις |
| γενική | της | αυξομείωσης* | των | αυξομειώσεων |
| αιτιατική | την | αυξομείωση | τις | αυξομειώσεις |
| κλητική | αυξομείωση | αυξομειώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυξομειώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυξομείωση < (ελληνιστική κοινή) αὐξομείωσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /af.ksoˈmi.o.si/
Ουσιαστικό
αυξομείωση θηλυκό
Μεταφράσεις
αυξομείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.