ανεβοκατέβασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεβοκατέβασμα | τα | ανεβοκατεβάσματα |
| γενική | του | ανεβοκατεβάσματος | των | ανεβοκατεβασμάτων |
| αιτιατική | το | ανεβοκατέβασμα | τα | ανεβοκατεβάσματα |
| κλητική | ανεβοκατέβασμα | ανεβοκατεβάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεβοκατέβασμα < ανέβ(ασμα) -ο- κατέβασμα
Ουσιαστικό
ανεβοκατέβασμα ουδέτερο
- το να ανεβαίνει και να κατεβαίνει κάποιος ή κάτι επανειλημμένα
- Αμάν πια αυτοί από τον τρίτο, δεν κουράστηκαν με το ανεβοκατέβασμα; Ολο κάτι ξεχνάνε, κάτι θυμώνται και όλο σούρτα-φέρτα με το ασανσέρ που το πληρώνουμε όλοι
- οι ανωμαλίες σε ορεινή διαδρομή
- Δεν θέλω να οδηγήσει το παιδί. Εχει πολλές στροφές ο δρόμος και ανεβοκατεβάσματα. Ας οδηγήσει κάποιος με πείρα
Μεταφράσεις
οι ανωμαλίες σε ορεινή διαδρομή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.