διακύμανσις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διακύμανσις < ελληνιστική κοινή διακυμαίνω (σηκώνω κύματα), θέμα διακυμαν- + -σις  δείτε και τη λέξη διακύμανση

Ουσιαστικό

διακύμανσις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.