διαιτάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαιτάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
διαιτάω
- καθορίζω μία δίαιτα, μία διατροφή
- είμαι διαιτητής
- (μεσοπαθητική φωνή) → δείτε τη λέξη διαιτάομαι
Συγγενικά
- δίαιτα
- ...
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Πηγές
- διαιτάω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διαιτάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαιτάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.