διαιτησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαιτησία | οι | διαιτησίες |
| γενική | της | διαιτησίας | των | διαιτησιών |
| αιτιατική | τη | διαιτησία | τις | διαιτησίες |
| κλητική | διαιτησία | διαιτησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαιτησία < διαιτητής
Ουσιαστικό
διαιτησία θηλυκό
- (αθλητισμός) το έργο του διαιτητή καθώς και ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
- ο διαιτητής ενός συγκεκριμένου αγώνα ή το σύνολο των διαιτητών γενικότερα
- (νομική, διεθνής πολιτική) δικαστικός θεσμός που δεν εντάσσεται στην τακτική δικαιοσύνη και αποσκοπεί στην επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από ουδέτερους τρίτους, τους οποίους έχουν αποδεχτεί ή υποδείξει οι ενδιαφερόμενοι αντίδικοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.