διαιτησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαιτησία οι διαιτησίες
      γενική της διαιτησίας των διαιτησιών
    αιτιατική τη διαιτησία τις διαιτησίες
     κλητική διαιτησία διαιτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαιτησία < διαιτητής

Ουσιαστικό

διαιτησία θηλυκό

  1. (αθλητισμός) το έργο του διαιτητή καθώς και ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
  2. ο διαιτητής ενός συγκεκριμένου αγώνα ή το σύνολο των διαιτητών γενικότερα
  3. (νομική, διεθνής πολιτική) δικαστικός θεσμός που δεν εντάσσεται στην τακτική δικαιοσύνη και αποσκοπεί στην επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από ουδέτερους τρίτους, τους οποίους έχουν αποδεχτεί ή υποδείξει οι ενδιαφερόμενοι αντίδικοι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.