division
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| division | divisions |
Ουσιαστικό
division (en)
- η διαίρεση, η ενέργεια του διαιρώ ή του μοιράζω
- το μερίδιο, το καθένα από τα χωριστά τμήματα που προκύπτει από μια διαίρεση
- (αριθμητική) η διαίρεση
- Division by 0 is never allowed - Ποτέ δεν επιτρέπεται διαίρεση με το 0 (μηδέν)
- (στρατιωτικός όρος) η μεραρχία, το άγημα
- το τμήμα μιας μεγάλης εταιρείας
- (βιολογία) η διαίρεση ή συνομοταξία: ταξινομική κατηγορία φυτών, μεταξύ του βασιλείου (kingdom) και της ομοταξίας (class). Η αντίστοιχη κατηγορία για τα ζώα ονομάζεται φύλο (phylum)
- ↪ Magnolias belong to the division Magnoliophyta
- η διχόνοια, ο διχασμός
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| division | divisions |
Ετυμολογία
- division < λατινική divisio, γενική divisionis
Προφορά
- ΔΦΑ : /di.vi.zjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
division (fr) θηλυκό
Σουηδικά (sv)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.