διαιρέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαιρέτης | οι | διαιρέτες |
| γενική | του | διαιρέτη | των | διαιρετών |
| αιτιατική | τον | διαιρέτη | τους | διαιρέτες |
| κλητική | διαιρέτη | διαιρέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαιρέτης < αρχαία ελληνική διαιρέτης < διαιρῶ
Ουσιαστικό
διαιρέτης αρσενικό
- (αριθμητική) σε κλασματική παράσταση, ο παρονομαστής του κλάσματος
- στα καταχρηστικά κλάσματα ο διαιρέτης είναι μικρότερος από τον διαιρετέο
- (αριθμητική) αριθμός ο οποίος διαιρεί ακριβώς έναν άλλο χωρίς να αφήνει υπόλοιπο
- οι πρώτοι αριθμοί έχουν ως διαιρέτες μόνον τον εαυτό τους και τη μονάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.