διάχυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διάχυτος | η | διάχυτη | το | διάχυτο |
| γενική | του | διάχυτου | της | διάχυτης | του | διάχυτου |
| αιτιατική | τον | διάχυτο | τη | διάχυτη | το | διάχυτο |
| κλητική | διάχυτε | διάχυτη | διάχυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διάχυτοι | οι | διάχυτες | τα | διάχυτα |
| γενική | των | διάχυτων | των | διάχυτων | των | διάχυτων |
| αιτιατική | τους | διάχυτους | τις | διάχυτες | τα | διάχυτα |
| κλητική | διάχυτοι | διάχυτες | διάχυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διάχυτος < μεσαιωνική ελληνική διάχυτος < αρχαία ελληνική διαχέω < διά + χέω
Επίθετο
διάχυτος, -η, -ο
- που διαχέεται, που διασκορπίζεται
- διάχυτη μυρωδιά
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σ’ όλους γενικά, που είναι φανερός
- διάχυτη χαρά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.