διάχυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάχυτος η διάχυτη το διάχυτο
      γενική του διάχυτου της διάχυτης του διάχυτου
    αιτιατική τον διάχυτο τη διάχυτη το διάχυτο
     κλητική διάχυτε διάχυτη διάχυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάχυτοι οι διάχυτες τα διάχυτα
      γενική των διάχυτων των διάχυτων των διάχυτων
    αιτιατική τους διάχυτους τις διάχυτες τα διάχυτα
     κλητική διάχυτοι διάχυτες διάχυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διάχυτος < μεσαιωνική ελληνική διάχυτος < αρχαία ελληνική διαχέω < διά + χέω

Επίθετο

διάχυτος, -η, -ο

  1. που διαχέεται, που διασκορπίζεται
    διάχυτη μυρωδιά
  2. (μεταφορικά) που βρίσκεται σ’ όλους γενικά, που είναι φανερός
    διάχυτη χαρά

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.