διασκορπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασκορπίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος διασκορπίζω
Ρήμα
διασκορπίζομαι
- σκορπίζομαι σε διάφορα σημεία
- Οι συγκεντρωμένοι διασκορπίστηκαν όταν άρχισαν τα δακρυγόνα
- αραιώνω και το πρόβλημα που είχα δημιουργήσει δεν υφίσταται πλέον
- Η κάπνα διασκορπίστηκε και μπορέσαμε να πάρουμε μια ανάσα
- σκορπίζομαι και δημιουργώ μεγαλύτερο πρόβλημα
- Το δηλητηριώδες αέριο διασκορπίστηκε μέσα από τους αγωγούς του κλιματισμού και έφτασε σε όλους τους χώρους του μετρό
- διασκορπίζονται τα μικρόβια, οι ιοί
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασκορπίζομαι | διασκορπιζόμουν(α) | θα διασκορπίζομαι | να διασκορπίζομαι | ||
| β' ενικ. | διασκορπίζεσαι | διασκορπιζόσουν(α) | θα διασκορπίζεσαι | να διασκορπίζεσαι | (διασκορπίζου) | |
| γ' ενικ. | διασκορπίζεται | διασκορπιζόταν(ε) | θα διασκορπίζεται | να διασκορπίζεται | ||
| α' πληθ. | διασκορπιζόμαστε | διασκορπιζόμαστε διασκορπιζόμασταν |
θα διασκορπιζόμαστε | να διασκορπιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διασκορπίζεστε | διασκορπιζόσαστε διασκορπιζόσασταν |
θα διασκορπίζεστε | να διασκορπίζεστε | (διασκορπίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διασκορπίζονται | διασκορπίζονταν διασκορπιζόντουσαν |
θα διασκορπίζονται | να διασκορπίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διασκορπίστηκα | θα διασκορπιστώ | να διασκορπιστώ | διασκορπιστεί | ||
| β' ενικ. | διασκορπίστηκες | θα διασκορπιστείς | να διασκορπιστείς | διασκορπίσου | ||
| γ' ενικ. | διασκορπίστηκε | θα διασκορπιστεί | να διασκορπιστεί | |||
| α' πληθ. | διασκορπιστήκαμε | θα διασκορπιστούμε | να διασκορπιστούμε | |||
| β' πληθ. | διασκορπιστήκατε | θα διασκορπιστείτε | να διασκορπιστείτε | διασκορπιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διασκορπίστηκαν διασκορπιστήκαν(ε) |
θα διασκορπιστούν(ε) | να διασκορπιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διασκορπιστεί | είχα διασκορπιστεί | θα έχω διασκορπιστεί | να έχω διασκορπιστεί | διασκορπισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διασκορπιστεί | είχες διασκορπιστεί | θα έχεις διασκορπιστεί | να έχεις διασκορπιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διασκορπιστεί | είχε διασκορπιστεί | θα έχει διασκορπιστεί | να έχει διασκορπιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασκορπιστεί | είχαμε διασκορπιστεί | θα έχουμε διασκορπιστεί | να έχουμε διασκορπιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διασκορπιστεί | είχατε διασκορπιστεί | θα έχετε διασκορπιστεί | να έχετε διασκορπιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασκορπιστεί | είχαν διασκορπιστεί | θα έχουν διασκορπιστεί | να έχουν διασκορπιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.