διασκορπίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διασκορπίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος διασκορπίζω

Ρήμα

διασκορπίζομαι

  1. σκορπίζομαι σε διάφορα σημεία
    Οι συγκεντρωμένοι διασκορπίστηκαν όταν άρχισαν τα δακρυγόνα
  2. αραιώνω και το πρόβλημα που είχα δημιουργήσει δεν υφίσταται πλέον
    Η κάπνα διασκορπίστηκε και μπορέσαμε να πάρουμε μια ανάσα
  3. σκορπίζομαι και δημιουργώ μεγαλύτερο πρόβλημα
    Το δηλητηριώδες αέριο διασκορπίστηκε μέσα από τους αγωγούς του κλιματισμού και έφτασε σε όλους τους χώρους του μετρό
    διασκορπίζονται τα μικρόβια, οι ιοί

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.