δημότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δημότης | οι | δημότες |
| γενική | του | δημότη | των | δημοτών |
| αιτιατική | τον | δημότη | τους | δημότες |
| κλητική | δημότη | δημότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημότης [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈmo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μό‐της
- ομόηχο: δημότις
Ουσιαστικό
δημότης αρσενικό (θηλυκό δημότισσα, λόγιο:[2] δημότις)
- ο πολίτης που είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα ενός δήμου
Συγγενικά
- δημοτικός
- ετεροδημότης, ετεροδημότισσα
- κατοικοδημότης
- συνδημότης, συνδημότισσα
→ και δείτε τη λέξη δήμος
Μεταφράσεις
δημότης
|
|
Αναφορές
- δημότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δημότης | οἱ | δημόται |
| γενική | τοῦ | δημότου | τῶν | δημοτῶν |
| δοτική | τῷ | δημότῃ | τοῖς | δημόταις |
| αιτιατική | τὸν | δημότην | τοὺς | δημότᾱς |
| κλητική ὦ! | δημότᾰ | δημόται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημότᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δημόταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δημότης αρσενικό (θηλυκό δημότις)
- άνθρωπος του λαού, ένας κοινός άνθρωπος
- ιδιώτης
- συμπολίτης
- αυτός που ήταν εγγεγραμμένος στα μητρώα ενός δήμου της αρχαίας Αθήνας
- δωρικός τύπος : δᾱμότας, δαμέτας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- δημότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.