ετεροδημότισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετεροδημότισσα | οι | ετεροδημότισσες |
| γενική | της | ετεροδημότισσας | των | ετεροδημοτισσών |
| αιτιατική | την | ετεροδημότισσα | τις | ετεροδημότισσες |
| κλητική | ετεροδημότισσα | ετεροδημότισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετεροδημότισσα < ετεροδημότης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
ετεροδημότισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.