συμπολίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπολίτης | οι | συμπολίτες |
| γενική | του | συμπολίτη | των | συμπολιτών |
| αιτιατική | τον | συμπολίτη | τους | συμπολίτες |
| κλητική | συμπολίτη | συμπολίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπολίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπολίτης[1] < συν- (συμ-) + πολίτης < πόλις
- γενικότερη έννοια < απόδοση για την αγγλική fellow citizen
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.boˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπο‐λί‐της
Ουσιαστικό
συμπολίτης αρσενικό (θηλυκό: συμπολίτισσα)
- ο καταγόμενος από την ίδια πόλη ή αυτός που μένει στην ίδια πόλη
- (γενικότερα) που έχει την ίδια ιδιότητα, αυτήν του πολίτη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συμπολίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.