δημότισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δημότισσα | οι | δημότισσες |
| γενική | της | δημότισσας | των | δημοτισσών |
| αιτιατική | τη | δημότισσα | τις | δημότισσες |
| κλητική | δημότισσα | δημότισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
δημότισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.