δημιουργημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημιουργημένος η δημιουργημένη το δημιουργημένο
      γενική του δημιουργημένου της δημιουργημένης του δημιουργημένου
    αιτιατική τον δημιουργημένο τη δημιουργημένη το δημιουργημένο
     κλητική δημιουργημένε δημιουργημένη δημιουργημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημιουργημένοι οι δημιουργημένες τα δημιουργημένα
      γενική των δημιουργημένων των δημιουργημένων των δημιουργημένων
    αιτιατική τους δημιουργημένους τις δημιουργημένες τα δημιουργημένα
     κλητική δημιουργημένοι δημιουργημένες δημιουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.mi.uɾ.ɣiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δημιουργημένος

Μετοχή

δημιουργημένος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη δημιουργώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.