αδημιούργητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδημιούργητος | η | αδημιούργητη | το | αδημιούργητο |
| γενική | του | αδημιούργητου | της | αδημιούργητης | του | αδημιούργητου |
| αιτιατική | τον | αδημιούργητο | την | αδημιούργητη | το | αδημιούργητο |
| κλητική | αδημιούργητε | αδημιούργητη | αδημιούργητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδημιούργητοι | οι | αδημιούργητες | τα | αδημιούργητα |
| γενική | των | αδημιούργητων | των | αδημιούργητων | των | αδημιούργητων |
| αιτιατική | τους | αδημιούργητους | τις | αδημιούργητες | τα | αδημιούργητα |
| κλητική | αδημιούργητοι | αδημιούργητες | αδημιούργητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδημιούργητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αδημιούργητος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί
- που δεν έχει ακόμα ένα επάγγελμα, θέση ή αξίωμα που να του προσφέρει ένα σταθερό εισόδημα και κοινωνική αναγνώριση και δεν έχει φτιάξει ακόμα δική του περιουσία
Μεταφράσεις
αδημιούργητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.