προκόβω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προκόβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προκόπτω < πρό + κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop- (χτυπώ, πλήττω). Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + κόβω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κό‐βω
Ρήμα
προκόβω, πρτ.: πρόκοβα, αόρ.: πρόκοψα, μτχ.π.π.: προκομμένος, χωρίς παθητική φωνή
- ευδοκιμώ, προοδεύω, αναπτύσσομαι
- (ειρωνικό, προφορικό) αποτυγχάνω
Συγγενικά
- ανεπροκοπιά / απροκοπιά / απροκοψιά
- ανεπρόκοπος / ανεπρόκοφτος / απρόκοπος / απρόκοφτος
- απρόκοφτα
- πρόκομμα
- προκομμένος
- προκοπή
- Προκόπιος, Προκόπης
- → δείτε τις λέξεις προ και κόβω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προκόβω | πρόκοβα | θα προκόβω | να προκόβω | προκόβοντας | |
| β' ενικ. | προκόβεις | πρόκοβες | θα προκόβεις | να προκόβεις | πρόκοβε | |
| γ' ενικ. | προκόβει | πρόκοβε | θα προκόβει | να προκόβει | ||
| α' πληθ. | προκόβουμε | προκόβαμε | θα προκόβουμε | να προκόβουμε | ||
| β' πληθ. | προκόβετε | προκόβατε | θα προκόβετε | να προκόβετε | προκόβετε | |
| γ' πληθ. | προκόβουν(ε) | πρόκοβαν προκόβαν(ε) |
θα προκόβουν(ε) | να προκόβουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρόκοψα | θα προκόψω | να προκόψω | προκόψει | ||
| β' ενικ. | πρόκοψες | θα προκόψεις | να προκόψεις | πρόκοψε | ||
| γ' ενικ. | πρόκοψε | θα προκόψει | να προκόψει | |||
| α' πληθ. | προκόψαμε | θα προκόψουμε | να προκόψουμε | |||
| β' πληθ. | προκόψατε | θα προκόψετε | να προκόψετε | προκόψτε | ||
| γ' πληθ. | πρόκοψαν προκόψαν(ε) |
θα προκόψουν(ε) | να προκόψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προκόψει | είχα προκόψει | θα έχω προκόψει | να έχω προκόψει | ||
| β' ενικ. | έχεις προκόψει | είχες προκόψει | θα έχεις προκόψει | να έχεις προκόψει | ||
| γ' ενικ. | έχει προκόψει | είχε προκόψει | θα έχει προκόψει | να έχει προκόψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προκόψει | είχαμε προκόψει | θα έχουμε προκόψει | να έχουμε προκόψει | ||
| β' πληθ. | έχετε προκόψει | είχατε προκόψει | θα έχετε προκόψει | να έχετε προκόψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προκόψει | είχαν προκόψει | θα έχουν προκόψει | να έχουν προκόψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.