δεσποτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεσποτικός η δεσποτική το δεσποτικό
      γενική του δεσποτικού της δεσποτικής του δεσποτικού
    αιτιατική τον δεσποτικό τη δεσποτική το δεσποτικό
     κλητική δεσποτικέ δεσποτική δεσποτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεσποτικοί οι δεσποτικές τα δεσποτικά
      γενική των δεσποτικών των δεσποτικών των δεσποτικών
    αιτιατική τους δεσποτικούς τις δεσποτικές τα δεσποτικά
     κλητική δεσποτικοί δεσποτικές δεσποτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεσποτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεσποτικός < δεσπότης

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.spo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεσποτικός

Επίθετο

δεσποτικός, -ή, -ό

  1. (για καθεστώς) που ενεργεί αυθαίρετα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αντίθετες απόψεις
     συνώνυμα: απολυταρχικός, αυταρχικός, τυραννικός
  2. (για συμπεριφορά) που χαρακτηρίζεται από αυθαίρετους τρόπους, δεν δέχεται αντιρρήσεις
     συνώνυμα: απολυταρχικός, αυταρχικός, τυραννικός
  3. (εκκλησιαστικός όρος) που έχει σχέση με το δεσπότη, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  4. (ουσιαστικοποιημένο) δεσποτικό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.