δεσποτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεσποτικός | η | δεσποτική | το | δεσποτικό |
| γενική | του | δεσποτικού | της | δεσποτικής | του | δεσποτικού |
| αιτιατική | τον | δεσποτικό | τη | δεσποτική | το | δεσποτικό |
| κλητική | δεσποτικέ | δεσποτική | δεσποτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεσποτικοί | οι | δεσποτικές | τα | δεσποτικά |
| γενική | των | δεσποτικών | των | δεσποτικών | των | δεσποτικών |
| αιτιατική | τους | δεσποτικούς | τις | δεσποτικές | τα | δεσποτικά |
| κλητική | δεσποτικοί | δεσποτικές | δεσποτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεσποτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεσποτικός < δεσπότης
- εκκλησιαστική σημασία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δεσποτικός < αρχαία ελληνική δεσποτικός < δεσπότης [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.spo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σπο‐τι‐κός
Επίθετο
δεσποτικός, -ή, -ό
- (για καθεστώς) που ενεργεί αυθαίρετα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αντίθετες απόψεις
- (για συμπεριφορά) που χαρακτηρίζεται από αυθαίρετους τρόπους, δεν δέχεται αντιρρήσεις
- (εκκλησιαστικός όρος) που έχει σχέση με το δεσπότη, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) δεσποτικό
Πολυλεκτικοί όροι
- δεσποτικές εορτές: οι εορτές που εορτάζονται προς τιμήν του Χριστού (Χριστούγεννα, Πάσχα κ.λπ.)
- δεσποτικές εικόνες: οι τέσσερις εικόνες εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης (του Xριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και του αγίου στον οποίο έχει αφιερωθεί ο ναός)
Αναφορές
- δεσποτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δεσποτικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δεσποτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεσποτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.