απολυταρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολυταρχικός | η | απολυταρχική | το | απολυταρχικό |
| γενική | του | απολυταρχικού | της | απολυταρχικής | του | απολυταρχικού |
| αιτιατική | τον | απολυταρχικό | την | απολυταρχική | το | απολυταρχικό |
| κλητική | απολυταρχικέ | απολυταρχική | απολυταρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολυταρχικοί | οι | απολυταρχικές | τα | απολυταρχικά |
| γενική | των | απολυταρχικών | των | απολυταρχικών | των | απολυταρχικών |
| αιτιατική | τους | απολυταρχικούς | τις | απολυταρχικές | τα | απολυταρχικά |
| κλητική | απολυταρχικοί | απολυταρχικές | απολυταρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολυταρχικός < απολυταρχία + -ικός
Συγγενικά
- απολυταρχικά
- απολυταρχικότητα
- → δείτε τις λέξεις απόλυτος και άρχω
Συνώνυμα
- (αυταρχικός)
- (δεσποτικός)
Μεταφράσεις
απολυταρχικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.