οὐδείς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οὐδείς < οὐδέ + εἷς (ούτε ένας)

Αντωνυμία

οὐδείς - οὐδεμία - οὐδέν

  1. κανείς / κανένας, ουδείς
  2. μηδαμινός, ανάξιος λόγου

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Κλίνεται όπως το εἷς. Ο πληθυντικός οὐδένες (γενική οὐδένων, αιτιατική οὐδένας) είναι σπάνιος και απαντά κυρίως με τη δεύτερη σημασία (μηδαμινός)

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.