οὐδείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- οὐδείς < οὐδέ + εἷς (ούτε ένας)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Κλίνεται όπως το εἷς. Ο πληθυντικός οὐδένες (γενική οὐδένων, αιτιατική οὐδένας) είναι σπάνιος και απαντά κυρίως με τη δεύτερη σημασία (μηδαμινός)
Εκφράσεις
- οὐδεὶς ὅστις οὐ: δεν υπάρχει κανείς που..., όλοι
- τίθεμαι παρʼ οὐδὲν
Πηγές
- οὐδείς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὐδείς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.