nu

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nu nus
θηλυκό nue nues

Προφορά

 
ομόηχο: nue

Επίθετο

nu (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

nu (fr) αρσενικό



Δανικά (da)

Επίρρημα

nu (da)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Επίρρημα

nu (nl)



Παλαιά γαλλικά (fro)

Επίθετο

nu



Ρουμανικά (ro)

Επίρρημα

nu (ro)

  1. όχι
  2. δεν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.