niet

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

niet < (άμεσο δάνειο) ρωσική нет (όχι)

Ουσιαστικό

niet (fr) αρσενικό

  1. το όχι, η άρνηση

Επίρρημα

niet (fr)

  1. (οικείο) όχι



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Επίρρημα

niet (nl)

Χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων.
  • δεν
    hij is niet daar - δεν είναι εκεί
    ik weet niet - δεν ξέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.