ne
Γαλλικά
(fr)
Επίρρημα
ne
(fr)
αρνητικό μόριο. Χρησιμοποιείται μαζί με άλλο ένα μόριο (
pas
,
personne
,
jamais
,
guère
,
rien
...) για να εκφράσει την άρνηση.
Εσπεράντο
(eo)
Επίρρημα
ne
(eo)
όχι
Ιταλικά
(it)
Σύνδεσμος
ne
(it)
ούτε
Κουρδικά
(ku)
Επίρρημα
ne
(ku)
όχι
Λιθουανικά
(lt)
Επίρρημα
ne
(lt)
όχι
Σερβικά
(sr)
Μόριο
ne
(sr)
λατινική γραφή του
не
Σλοβενικά
(sl)
Επίρρημα
ne
(sl)
όχι
Τσεχικά
(cs)
Επίρρημα
ne
(cs)
όχι
Φινλανδικά
(fi)
Αντωνυμία
ne
(fi)
αυτοί
,
αυτές
,
αυτά
mä
-
sä
-
se
//
me
-
te
-
ne
Τουρκικά
(tr)
Επίρρημα
ne
(tr)
τι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.