δελφίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δελφίνι τα δελφίνια
      γενική του δελφινιού των δελφινιών
    αιτιατική το δελφίνι τα δελφίνια
     κλητική δελφίνι δελφίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γλυπτό που αναπαριστά δελφίνι

Ετυμολογία

δελφίνι < (ελληνιστική κοινή) δελφίν < αρχαία ελληνική δελφίς

Ουσιαστικό

δελφίνι ουδέτερο

  1. θαλάσσιο θηλαστικό ζώο με χαρακτηριστική ευφυΐα, πολλές φορές ιδιαίτερα φιλικό με τους ανθρώπους
  2. (μεταφορικά) αυτός που κολυμπάει πολύ καλά

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.