δελφινάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δελφινάκι | τα | δελφινάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | δελφινάκι | τα | δελφινάκια |
| κλητική | δελφινάκι | δελφινάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δελφινάκι < δελφίνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < (ελληνιστική κοινή) δελφίν < αρχαία ελληνική δελφίς
Ουσιαστικό
δελφινάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του δελφίνι
- Δελφίνι, δελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα, / να δω τα γυριστά της τα ματοτσίνορα. (Από τραγούδι του Μάνου Λοΐζου σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δελφίνι
Μεταφράσεις
δελφινάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.