δέλφινας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δέλφινας | οι | δέλφινες |
| γενική | του | δέλφινα | των | δελφίνων |
| αιτιατική | τον | δέλφινα | τους | δέλφινες |
| κλητική | δέλφινα | δέλφινες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δέλφινας < αρχαία ελληνική δελφίς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.