δελφίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δελφίνος οι δελφίνοι
      γενική του δελφίνου των δελφίνων
    αιτιατική τον δελφίνο τους δελφίνους
     κλητική δελφίνε δελφίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δελφίνος < ελληνιστική κοινή δελφῖνος < δελφίν < αρχαία ελληνική δελφίς ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική Dauphin)[1]

Ουσιαστικό

δελφίνος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. τίτλος στη Γαλλία, από το 1350 μέχρι το 1791 και από το 1824 μέχρι 1830, που δήλωνε τον διάδοχο του θρόνου. Κυριολεκτικά σήμαινε "δελφίνι" δύο εκ των οποίων βρίσκονταν και στον αντίστοιχο θυρεό.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.