δελφίν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| δελφῑν- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | δελφίν | οἱ | δελφῖνες | ||||
| γενική | τοῦ | δελφῖνος | τῶν | δελφίνων | ||||
| δοτική | τῷ | δελφῖνῐ | τοῖς | δελφῖσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | δελφῖνᾰ | τοὺς | δελφῖνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | δελφίν | δελφῖνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δελφῖνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δελφίνοιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίν' όπως «δελφίν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- δελφίν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.