δελφίν

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δελφῑν-
ονομαστική δελφίν οἱ δελφῖνες
      γενική τοῦ δελφῖνος τῶν δελφίνων
      δοτική τῷ δελφῖν τοῖς δελφῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δελφῖν τοὺς δελφῖνᾰς
     κλητική ! δελφίν δελφῖνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δελφῖνε
γεν-δοτ τοῖν  δελφίνοιν
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίν' όπως «δελφίν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

δελφίν αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.