βραδινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδινός η βραδινή το βραδινό
      γενική του βραδινού της βραδινής του βραδινού
    αιτιατική τον βραδινό τη βραδινή το βραδινό
     κλητική βραδινέ βραδινή βραδινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδινοί οι βραδινές τα βραδινά
      γενική των βραδινών των βραδινών των βραδινών
    αιτιατική τους βραδινούς τις βραδινές τα βραδινά
     κλητική βραδινοί βραδινές βραδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραδινός < μεσαιωνική ελληνική βραδινός < βράδυ + -ινός

Επίθετο

βραδινός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στο βράδυ ή συμβαίνει κατά τη διάρκειά του
    κατά τις βραδινές ώρες
  2. που ταιριάζει στο βράδυ
    επίσημο βραδινό φόρεμα
  3. (ουσιαστικοποιημένο) βραδινό
  4. (ουσιαστικοποιημένο) βραδινή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίθετο

βραδινός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.