απόδειπνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόδειπνο | τα | απόδειπνα |
| γενική | του | απόδειπνου & αποδείπνου |
των | απόδειπνων & αποδείπνων |
| αιτιατική | το | απόδειπνο | τα | απόδειπνα |
| κλητική | απόδειπνο | απόδειπνα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόδειπνο < μεσαιωνική ελληνική ἀπόδειπνον < (ελληνιστική κοινή) ἀπόδειπνος < ἀπό + αρχαία ελληνική δεῖπνον
Ουσιαστικό
απόδειπνο ουδέτερο
- (θρησκεία) εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μετά από το δείπνο (σε ναούς ή οπουδήποτε)
- ※ Μετά το απόδειπνο και πριν από τον ερχομό της νύχτας, οι δουλειές στο μοναστήρι σταματούσαν. (Ισίδωρος Ζουργός (2014) Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο [μυθιστόρημα])
- Υπώνυμα: Μικρό Απόδειπνο, Μέγα Απόδειπνο
- άλλες μορφές: (παρωχημένο) (ποιητικός τύπος) απόδειπνος
- ο χρόνος μετά το δείπνο[1]
- άλλη μορφή του αποδείπνι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ΑΘΗΝΑ, σύγγραμμα περιοδικό της εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, Τόμοι 24-25, εκ του τυπογραφείου Αδελφών Περρέ, 1913, σελ. 85
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.