δεῖπνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δεῖπνον | τὰ | δεῖπνᾰ |
| γενική | τοῦ | δείπνου | τῶν | δείπνων |
| δοτική | τῷ | δείπνῳ | τοῖς | δείπνοις |
| αιτιατική | τὸ | δεῖπνον | τὰ | δεῖπνᾰ |
| κλητική ὦ! | δεῖπνον | δεῖπνᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δείπνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δείπνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεῖπνον, ήδη ομηρικό < δάπτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
δεῖπνον ουδέτερο
- (γαστρονομία) γεύμα (πρωινό, μεσημεριανό, απογευματινό ή βραδινό / δείπνο)
- (γενικότερα) τροφή, ζωοτροφή
Πηγές
- δεῖπνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεῖπνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.