αδείπνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδείπνητος η αδείπνητη το αδείπνητο
      γενική του αδείπνητου της αδείπνητης του αδείπνητου
    αιτιατική τον αδείπνητο την αδείπνητη το αδείπνητο
     κλητική αδείπνητε αδείπνητη αδείπνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδείπνητοι οι αδείπνητες τα αδείπνητα
      γενική των αδείπνητων των αδείπνητων των αδείπνητων
    αιτιατική τους αδείπνητους τις αδείπνητες τα αδείπνητα
     κλητική αδείπνητοι αδείπνητες αδείπνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδείπνητος < α- + δειπνώ

Επίθετο

αδείπνητος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.