cena

Ισπανικά (es)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) λατινική cena

Ουσιαστικό

cena (es) θηλυκό



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) λατινική cena

Ουσιαστικό

cena (it) θηλυκό



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

cena (la) θηλυκό



Λετονικά (lv)

Ουσιαστικό

cena (lv)

  • η τιμή (χρηματικό ποσό)



Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) λατινική scaena

Ουσιαστικό

cena (pt) θηλυκό



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *cěna

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛ̃na/
 

Ουσιαστικό

cena (pl)

  1. η τιμή (χρηματικό ποσό)
  2. (παρωχημένο) το δείπνο

Πολυλεκτικοί όροι

  • słona cena
  • cena rynkowa

Συγγενικά

  • cenić
  • cenny
  • doceniać / docenić
  • oceniać / ocenić
  • {{l|przeceniać]] / przecenić
  • {{l|wyceniać]] / wycenić



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

cena (sr)

  • λατινική γραφή του цена



Σλοβακικά (sk)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *cěna

Ουσιαστικό

cena (sk) θηλυκό

  • η τιμή (χρηματικό ποσό)



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *cěna

Ουσιαστικό

cena (sl) θηλυκό

  • η τιμή (χρηματικό ποσό)



Τσεχικά (cs)

Ετυμολογία

cena < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *cěna

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sɛn/
 

Ουσιαστικό

cena (cs)

  1. η τιμή (χρηματικό ποσό)
  2. το βραβείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.